- παρεκβατικός
- -ή, -ό / παρεκβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παρεκβαίνω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνές παρεκβάσειςμσν.-αρχ.(για λόγο) παρενθετικός («παρεκβατικός λόγος»).επίρρ...παρεκβατικώς / παρεκβατικῶς, ΝΜΑκατά τρόπο παρεκβατικό.
Dictionary of Greek. 2013.