παρεκβατικός

παρεκβατικός
-ή, -ό / παρεκβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παρεκβαίνω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνές παρεκβάσεις
μσν.-αρχ.
(για λόγο) παρενθετικός («παρεκβατικός λόγος»).
επίρρ...
παρεκβατικώς / παρεκβατικῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο παρεκβατικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρεκβατικός — discursive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνά παρεκβάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεκβατικώτερον — παρεκβατικός discursive adverbial comp παρεκβατικός discursive masc acc comp sg παρεκβατικός discursive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικόν — παρεκβατικός discursive masc acc sg παρεκβατικός discursive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικῶς — παρεκβατικός discursive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκβατικώτερος — παρεκβατικός discursive masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”